Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024
ΑρχικήΤΟΠΙΚΑΟΙΚΟΝΟΜΙΑΤο Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφυγές για το κούρεμα δεν εμπίπτουν...

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφυγές για το κούρεμα δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του

-

Δημιουργήθηκε : Παρασκευή, 07 Ιούνιος 2013

Την οδό των αστικών αγωγών ενώπιον των επαρχιακών δικαστηρίων κατέδειξε το Ανώτατο Δικαστήριο, ως την κατάλληλο πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να εξεταστούν οι προσφυγές των καταθετών που υπέστησαν απώλειες συνεπεία των αποφάσεων του Eurogroup.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου με πλειοψηφική απόφαση (επτά από τους εννέα Δικαστές) απέρριψε σήμερα τις προσφυγές καταθετών κατά των διαταγμάτων εξυγίανσης των τραπεζών Λαϊκή και Τράπεζα Κύπρου, κρίνοντας ότι οι προσφυγές δεν εμπίπτουν στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας.

Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι οι προσφυγές αυτές εμπίπτουν στα πλαίσια του ιδιωτικού και όχι του δημόσιου δικαίου και ως τέτοιες μπορούν να εξεταστούν στο πλαίσιο αστικών αγωγών. Σημείωσε δε ότι οι αστικές διαδικασίες θα πρέπει να στραφούν πρωτίστως προς τις τράπεζες ως παραβαίνουσες τις συμβατικές τους υποχρεώσεις «με ενδεχόμενη περαιτέρω επέκταση της αστικής διαδικασίας στη Δημοκρατία, ως προκαλέσασα τον επηρεασμό της συμβατικής οφειλής δια του Διατάγματος».

Εκ των εννέα δικαστών διαφορετική απόφαση εξέδωσε ο Δικαστής Γεώργιος Ερωτοκρίτου, ο οποίος θεωρεί πως το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει την ουσία των αποφάσεων, ενώ η Έφη Παπαδοπούλου με ξεχωριστή απόφαση δήλωσε ότι η ίδια θα απέρριπτε την προδικαστική έφεση της Δημοκρατίας, που χαρακτήριζε τα Διατάγματα ως πράξη κυβερνήσεως, και θα εξέταζε την ουσία των προσφυγών.

Σχολιάζοντας την απόφαση, τόσο ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Πέτρος Κληρίδης και ο νομικός σύμβουλος της Κεντρικής Τράπεζας, Αλέκος Ευαγγέλου, είπαν ότι η απόφαση δίνει πολλές κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με τα δικαιώματα των αιτητών οι οποίες χρήζουν προσεκτικής μελέτης.

«Η απόφαση της Ολομέλειας έχει πολλές κατευθυντήριες γραμμές για το πώς θα πρέπει να εξελιχθούν τα πράγματα στην πορεία. Θα πρέπει να την μελετήσουμε με πολλή προσοχή για να σταθμίσουμε τις δικές μας θέσεις ανάλογα και με τις θέσεις που θα πάρουν οι δικηγόροι των αιτητών», ανέφερε ο κ. Κληρίδης, προσθέτοντας πως θα ήταν πολύ πρόωρο να λεχθεί για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα.

Η απόφαση, συμπλήρωσε, έχει πάρα πολλές πτυχές και θα πρέπει η κάθε μια από αυτές να μελετηθεί ξεχωριστά.

Σε ερώτηση αν εκ πρώτης όψεως η απόφαση ικανοποιεί την Νομική Υπηρεσία, ο κ. Κληρίδης ανέφερε ότι εκ πρώτης όψεως απορρίπτονται ο προσφυγές, για να προσθέσει ωστόσο ότι «το Δικαστήριο έχει δώσει κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα».

Ερωτηθείς σχετικά, ο κ. Κληρίδης πως ο ίδιος δεν μπορεί να πει ότι ανοίγει ο δρόμος για τα επαρχιακά δικαστήρια.

Απαντώντας σε ερώτηση αν είναι δυνατή η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο κ. Κληρίδης αφού υπέδειξε πως πρέπει πρώτα να εξαντληθούν τα εσωτερικά μέσα, σημείωσε πως «αν υπάρχουν εσωτερικά ένδικα μέσα, νομίζω θα πάρει πολύ χρόνο για να ξεκαθαρίσουν και αν (οι ατητές) δεν είναι ικανοποιημένοι τότε να πάνε στο ΕΔΑΔ».

Από την πλευρά του, ο κ. Ευαγγέλου χαρακτήρισε την απόφαση ενδιαφέρουσα και πολύ καθοδηγητική. «Εγείρονται πάρα πολλά ζητήματα, τα οποία πρέπει να μελετήσουμε προσεκτικά για να προγραμματίσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσουμε τις υποθέσεις στο μέλλον», συμπλήρωσε.

Εξήγησε ότι η υπόθεση είναι καθοδηγητική υπό την έννοια ότι «δίνει πάρα πολλές κατευθυντήριες γραμμές σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα του καθενός».

Στην απόφασή του, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου απέρριψε τις προσφυγές κατά τόσο των Διαταγμάτων για την Λαϊκή Τράπεζα όσο και για την Τράπεζα Κύπρου, καταθέτοντας την ίδια αιτιολογία.

«Η φύση της σχέσης των καταθετών της Τράπεζας Κύπρου με την Τράπεζα Κύπρου είναι ακριβώς η ίδια με εκείνη που έχει εξηγηθεί ως προς τη σχέση των καταθετών της Λαϊκής με τη Λαϊκή. Ισχύουν λοιπόν και ως προς τους καταθέτες της Τράπεζας Κύπρου όσα ελέχθησαν ως προς τους καταθέτες της Λαϊκής, με τη διαπίστωση ότι ούτε αυτοί έχουν έννομο συμφέρον για σκοπούς προσφυγής και ότι και ως προς αυτούς το θέμα είναι ιδιωτικού και όχι δημοσίου δικαίου», αναφέρεται στην απόφαση που ανέγνωσε ο Δημήτριος Χατζηχαμπής.

Σύμφωνα με την απόφαση «ο ‘επηρεασμός’ των καταθέσεών τους από τις πρόνοιες του Διατάγματος ανάγεται στα μέτρα εξυγίανσης, και προς όφελος, της ίδιας της τράπεζας προς την οποία και απευθύνεται το Διάταγμα και διέρχεται επίσης μέσα από τις ενέργειες της τράπεζας και την αποτυχία της να ανταποκριθεί στις συμβατικές υποχρεώσεις της ως εκ των μέτρων εξυγίανσής της».

«Καθ΄όσον η συμβατική οφειλή της τράπεζας προς τον καταθέτη επηρεάζεται, ο καταθέτης είναι πρωτίστως προς την τράπεζα που θα πρέπει να στραφεί σε αστική διαδικασία, ως παραβαίνουσα τις συμβατικές υποχρεώσεις της για αποπληρωμή της κατάθεσης, με ενδεχόμενη περαιτέρω επέκταση της αστικής διαδικασίας στη Δημοκρατία, ως προκαλέσασα τον επηρεασμό της συμβατικής οφειλής δια του Διατάγματος», τονίζεται.

«Στα πλαίσια εκείνα τότε», αναφέρεται στην απόφαση της πλειοψηφίας, «είναι που θα κριθεί η νομιμότητα της όποιας παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων της τράπεζας, διερχόμενης μέσα από την παρέμβαση δια των ενεργειών της Πολιτείας αλλά και ενδεχομένως ευρύτερα των εμπλεκομένων Ευρωπαϊκών οργάνων και άλλων, με αναφορά και σε συνταγματικές διαστάσεις αλλά και σε διαστάσεις Ευρωπαϊκού δικαίου».

Παράλληλα και για τις δύο περιπτώσεις, το Ανώτατο τόνισε τη «θεμελιακή διάσταση του άρθρου 3(2)(δ) του Νόμου ότι οι πιστωτές (και τούτο αναφέρεται σε όλους τους πιστωτές, περιλαμβανομένων των καταθετών) του υποκείμενου σε εξυγίανση ιδρύματος ‘δεν βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης συγκριτικά με τη θέση που θα βρίσκονταν εάν το εν λόγω ίδρυμα ετίθετο εναλλακτικά σε εκκαθάριση’».

«Η πρόνοια αυτή, ουσιαστικά κατοχυρώνοντας και στο Νόμο πάγιες νομικές αρχές όσον αφορά την πρόκληση ζημίας και την απόδειξη και αποτίμηση της έκτασής της, διασφαλίζει τα δικαιώματα των καταθετών στις αστικές διαδικασίες στις οποίες και παραπέμπονται και καταδεικνύει το ουσιαστικό ζητούμενο, που είναι κατά πόσο ο καταθέτης έχει, ως εκ των συνεπειών των μέτρων εξυγίανσης, ζημιώσει περισσότερο από όσο θα ζημίωνε αν τα μέτρα εξυγίανσης δεν ελαμβάνοντο».

Διαβάστε Επίσης